ολισθαίνω

ολισθαίνω
(ΑΜ ὀλισθάνω και ὀλισθαίνω)
1. μετακινούμαι ακούσια σε κατωφέρεια ή σε λεία επιφάνεια, κυλίομαι, γλιστρώ («ἔνθ' Αἴας μὲν ὄλισθε θέων», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. πέφτω σε ηθικό παράπτωμα ή σε σφάλμα
αρχ.
1. παρασύρομαι σε χαμηλότερο σημείο ή καταπίπτω («ὀλισθάνει τῆς χειρὸς ὁ σίδηρος», Αριστοτ.)
2. (για οστό) εξαρθρώνομαι
3. (μτβ.) εξαρθρώνω, στραμπουλώ («ὠλισθήκει τὸν γλουτόν», Φιλόστρ.)
4. μτφ. περιπίπτω σε μία κατάσταση («νοῡσον ὅτ' εἰς ὑπάτην ὠλίσθανε», Ανθ. Παλ.)
5. έχω την ικανότητα να ρέω με ευκολία («ὅτι δὲ ὀλισθάνει μάλιστα ἐν τῷ λάβδα ἡ γλῶττα κατιδών», Πλάτ.)
6. κάνω κάτι να γλιστρήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. ὀλισθάνω έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από τον αόρ. ὤλισθον, που θεωρείται ο αρχαιότερος τ. τού συστήματος (πρβλ. ἥμαρτον> ἁμαρτάνω), με παρέκταση -σθ- (< *-dhdh-) και με ενεστ. επίθημα -αν- (πρβλ. αΐω (Ι)— αίσθομαι —αισθάνομαι). Ο ενεστ. τ. ὀλισθαίνω είναι μεταγενέστερος. Το ρ. ὀλισθάνω, το αρκτικό - τού οποίου είναι πιθ. προθεματικό, μπορεί να συνδεθεί με τ. τής Γερμανικής και τής Βαλτικής που ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *slei-dh- «ολισθηρός, γλιστρώ»: αγγλοσαξ. slīdan, αγγλ. slide, μσν. άνω γερμ. slīten, λιθουαν. slysti, αρχ. σλαβ. slě «ίχνος». Πιθανή επίσης θεωρείται και η σύνδεση τού ρήματος με αρχ. ινδ. sredhati «σκοντάφτω, παραπατώ». Το θ., τέλος, τού ὀλισθάνω, συνδέεται με το θ. ὀλι-β- τού ὀλιβρός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ολισθαίνω — ολισθαίνω, ολίσθησα βλ. πίν. 50 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ὀλισθαίνω — ὀλισθάνω slip pres subj act 1st sg ὀλισθάνω slip pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενολισθαίνω — ἐνολισθαίνω (AM) (Α και ἐνολισθάνω) [ολισθαίνω] (για έδαφος) ολισθαίνω, υφίσταμαι κατολίσθηση, γλιστρώ, βυθίζομαι («ἡ χώρα τῶν Λακεδαιμονίων χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῑς» υπέστη κατολίσθηση εξαιτίας πολλών χασμάτων, ρηγμάτων, Πλούτ.) αρχ. πέφτω… …   Dictionary of Greek

  • παρολισθάνω — και παρολισθαίνω Α 1. ολισθαίνω, γλιστρώ στα πλάγια 2. διολισθαίνω κάπου, μπαίνω κάπου κρυφά ή τυχαία, εισδύω κρυφά, τρυπώνω 3. σφάλλω, κάνω σφάλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀλισθαίνω / άνω «γλυστρώ»] …   Dictionary of Greek

  • υπολισθάνω — ΜΑ, και ὑπολισθαίνω, Α μτφ. περιπίπτω σε μια κατάσταση («ὑπολισθαίνειν εἰς ὕπνον», Αιλ.) αρχ. γλιστρώ, ολισθαίνω λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀλισθάνω / ὀλισθαίνω «γλιστρώ»] …   Dictionary of Greek

  • поползаюся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (ἀπολισθαίνω) поскальзываюсь, ускользаю, уклоняюсь; (ὀλισθαίνω) …   Словарь церковнославянского языка

  • απολισθάνω — ἀπολισθάνω κ. λισθαίνω (Α) [ολισθάνω / ολισθαίνω] 1. γλιστρώ μακριά 2. ξεγλιστρώ, ξεφεύγω 3. απομακρύνομαι 4. χαλαρώνω τους δεσμούς φιλίας με κάποιον 5. φρ. «ἀπολισθάνω τοῡ ῥ» δεν προφέρω καθαρά τον φθόγγο ρ …   Dictionary of Greek

  • αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ …   Dictionary of Greek

  • βλαστάνω — και βλασταίνω και βλαστίζω (AM βλαστάνω, Α και βλαστώ, άω και βλαστώ, έω και βλαστώ, όω) 1. αποκτώ βλαστούς, πετάω βλαστάρια 2. γεννιέμαι 3. φυτρώνω, εμφανίζομαι αρχ. κάνω να βλαστήσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Από το θ. του αορ. έβλαστον,… …   Dictionary of Greek

  • βυζαίνω — και βυζάνω (Μ βυζάνω) 1. (για βρέφος ή νεογνό ζώου) θηλάζω, ρουφάω γάλα από τον μητρικό μαστό 2. (για τη μητέρα ή την τροφό) θηλάζω, γαλουχώ το βρέφος 3. (γενικά) απομυζώ, ρουφώ υγρή ουσία που υπάρχει σε κάποιο σώμα νεοελλ. 1. εκμεταλλεύομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”